στο λεξικό PONS
Cor·al Sea ˈIs·lands ΟΥΣ πλ
III. cor·al [ˈkɒrəl, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ
sea [si:] ΟΥΣ
1. sea no pl (salt water surrounding land):
3. sea (specific area):
4. sea (state of sea):
7. sea μτφ (wide expanse):
Single European Act ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Sin·gle Euro·ˈpean Act ΟΥΣ, SEA ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
island ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- coquettishly
- cor
- coracle
- coral
- coral-colored
- Coral Sea Islands
- coral snake
- coral species
- cor anglais
- corbel
- corbelling