στο λεξικό PONS
play·er [ˈpleɪəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. player ΑΘΛ:
2. player (musical performer):
3. player dated (actor):
4. player (playback machine):
5. player ΠΟΛΙΤ (participant):
6. player αμερικ μειωτ αργκ (womanizer):
CD2 [ˌsi:ˈdi:] ΟΥΣ
CD συντομογραφία: civil defence
civ·il de·ˈfence, CD ΟΥΣ no pl
CD3 [ˌsi:ˈdi:] ΟΥΣ
CD συντομογραφία: Corps Diplomatique
CD4 [ˌsi:ˈdi:] ΟΥΣ αμερικ
CD συντομογραφία: Congressional District
CD5 [ˌsi:ˈdi:] ΟΥΣ
CD ΧΡΗΜΑΤΟΠ συντομογραφία: certificate of deposit
certificate of deposit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
cer·tifi·cate of de·ˈpos·it, CD ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
CD6 [ˌsi:ˈdi:] ΟΥΣ
CD ΝΟΜ συντομογραφία: chief constable
chief ˈcon·sta·ble, CD ΟΥΣ βρετ
player ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
CD ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- CCTV
- C-cupper
- ccw
- C D
- CD
- CD player
- CD-R
- CD recorder
- CD-ROM
- CD-ROM drive
- CD-RW