Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. repu (repue) [ʀəpy] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
repu → repaître
II. repu (repue) [ʀəpy] ΕΠΊΘ
1. repu (qui a bien mangé):
I. nourrir [nuʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. nourrir (fournir des aliments à):
2. nourrir (subvenir aux besoins de):
3. nourrir (entretenir):
II. se nourrir ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 