Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
par [βρετ pɑː, αμερικ pɑr] ΟΥΣ
2. par:
στο λεξικό PONS
par [pɑ:ʳ, αμερικ pɑ:r] ΟΥΣ no πλ
1. par (equality):
par. ΟΥΣ
par. συντομογραφία: paragraph
- par.
- paragraphe αρσ
paragraph [ˈpærəgrɑ:f, αμερικ ˈperəgræf] ΟΥΣ
-
- paragraphe αρσ
- par excellence
- par excellence
I. par [par] ΟΥΣ
1. par (equality):
2. par ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. par (in golf):
- par
- par αρσ
par. ΟΥΣ
par. συντομογραφία: paragraph
- par.
- paragraphe αρσ
paragraph [ˈper·ə·græf] ΟΥΣ
-
- paragraphe αρσ
- par excellence
- par excellence
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.