στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 par [βρετ pɑː, αμερικ pɑr] ΟΥΣ
1. par:
par excellence [βρετ pɑːr ˈɛks(ə)l(ə)ns, αμερικ ˌpɑr ˌɛksəˈlɑns] ΕΠΊΡΡ
-  par excellence
-  
 
  
 -  
-  par
στο λεξικό PONS
 
  
 par [pɑ:r] ΟΥΣ
1. par (standard):
2. par (in golf):
-  par
-  par αρσ
par.
par. συντομογραφία: paragraph
-  par.
-  paragrafo αρσ
paragraph [ˈpæ·rə·græf] ΟΥΣ
2. paragraph ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ (short article):
-  
-  trafiletto αρσ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
