Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. animal [βρετ ˈanɪm(ə)l, αμερικ ˈænəməl] ΟΥΣ
1. animal (creature, genus):
2. animal (brutish person):
dumb [βρετ dʌm, αμερικ dəm] ΕΠΊΘ Ce mot peut être perçu comme injurieux dans cette acception. Lui préférer speech impaired.
1. dumb (unable to speak):
στο λεξικό PONS
I. animal [ˈænɪml] ΟΥΣ
I. animal [ˈæn·ɪ·m ə l] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- dulcet
- dulcimer
- dulia
- dull
- dullard
- dumb animals
- dumb-ass
- dumb-bell
- dumbbell
- dumb blonde
- dumb cluck