στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. animal [βρετ ˈanɪm(ə)l, αμερικ ˈænəməl] ΟΥΣ
1. animal (creature, genus):
2. animal (brutish person):
II. animal [βρετ ˈanɪm(ə)l, αμερικ ˈænəməl] ΕΠΊΘ before ουσ
I. dumb [βρετ dʌm, αμερικ dəm] ΕΠΊΘ Although speech impaired is often used in English instead of dumb, the Italian translation is muto for both English expressions.
II. dumb [βρετ dʌm, αμερικ dəm] ΡΉΜΑ μεταβ (make dumb)
III. dumb [βρετ dʌm, αμερικ dəm] ΡΉΜΑ αμετάβ αρχαϊκ (become dumb) dumb up
στο λεξικό PONS
I. animal [ˈæ·nɪ·ml] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dulia
- dull
- dullard
- dullish
- dullness
- dumb animals
- dumb-ass
- dumb-bell
- dumbbell
- dumb blonde
- dumb cluck