στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. primario <πλ primari, primarie> [priˈmarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. primario (principale):
3. primario ΗΛΕΚ:
- primario
-
- avvolgimento primario
-
5. primario ΓΕΩΛ:
- primario roccia
-
II. primario <πλ primari, primarie> [priˈmarjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ ΙΑΤΡ
- primario
- consultant βρετ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.