Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. mu|et (muette) [mɥɛ, ɛt] ΕΠΊΘ
2. muet (qui refuse de parler):
3. muet (incapable de parler):
4. muet (inexprimé):
- muet (muette) reproche, douleur, serment, colère
-
7. muet (sans bruit):
- muet (muette) ville, cloche
-
II. mu|et (muette) [mɥɛ, ɛt] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΙΑΤΡ
III. mu|et ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. muet(te) [mɥɛ, mɥɛt] ΕΠΊΘ
- muet(te)
-
II. muet(te) [mɥɛ, mɥɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- muet(te)
-
I. muet(te) [mʏɛ, mʏɛt] ΕΠΊΘ
- muet(te)
-
II. muet(te) [mʏɛ, mʏɛt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- muet(te)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.