Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
convenient [βρετ kənˈviːnɪənt, αμερικ kənˈvinjənt] ΕΠΊΘ
1. convenient (suitable):
- convenient place, date, time, arrangement
-
2. convenient (useful, practical):
3. convenient (in location):
- reasonably comfortable, convenient, confident, satisfied
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.