Oxford Spanish Dictionary
convenient [αμερικ kənˈvinjənt, βρετ kənˈviːnɪənt] ΕΠΊΘ
1. convenient (opportune, suitable):
- convenient
-
2. convenient (neat, practical):
3. convenient (handy, close):
-
- convenient
-
- convenient
στο λεξικό PONS
-
- convenient
-
- convenient
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.