Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
European standard ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
I. standard [βρετ ˈstandəd, αμερικ ˈstændərd] ΟΥΣ
1. standard (level of quality):
2. standard (official specification):
3. standard (requirement):
II. standard [βρετ ˈstandəd, αμερικ ˈstændərd] ΕΠΊΘ
1. standard (normal):
3. standard:
στο λεξικό PONS
I. standard [ˈstændəd, αμερικ -dɚd] ΟΥΣ
I. standard [ˈstæn·dərd] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.