Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΟΥΣ
1. budget (personal, commercial):
II. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΕΠΊΘ (cheap)
III. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΡΉΜΑ μεταβ
- budget money
- budgétiser (for pour)
-
- budgétiser (for pour)
speech [βρετ spiːtʃ, αμερικ spitʃ] ΟΥΣ
1. speech (oration):
2. speech:
4. speech αμερικ (subject):
στο λεξικό PONS
I. budget [ˈbʌdʒɪt] ΟΥΣ
II. budget [ˈbʌdʒɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. budget [ˈbʌdʒɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. budget [ˈbʌdʒ·ɪt] ΟΥΣ
II. budget [ˈbʌdʒ·ɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. budget [ˈbʌdʒ·ɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | budget |
|---|---|
| you | budget |
| he/she/it | budgets |
| we | budget |
| you | budget |
| they | budget |
| I | budgeted |
|---|---|
| you | budgeted |
| he/she/it | budgeted |
| we | budgeted |
| you | budgeted |
| they | budgeted |
| I | have | budgeted |
|---|---|---|
| you | have | budgeted |
| he/she/it | has | budgeted |
| we | have | budgeted |
| you | have | budgeted |
| they | have | budgeted |
| I | had | budgeted |
|---|---|---|
| you | had | budgeted |
| he/she/it | had | budgeted |
| we | had | budgeted |
| you | had | budgeted |
| they | had | budgeted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- budget
- budget account
- budgetary
- budget day
- budget debate
- Budget speech
- budge up
- budgie
- Buenos Aires
- buff
- buffalo