Γερμανικά » Γαλλικά

I . bitten <bat, gebeten> [ˈbɪtən] ΡΉΜΑ μεταβ

3. bitten (bestellen):

II . bitten <bat, gebeten> [ˈbɪtən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. bitten (flehen):

Παραδειγματικές φράσεις με bittet

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina