Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Burger , Würger , Bürger , ärgern , ärger , Ärger και Etagere

Etagere <-, -n> [etaˈʒeːrə] ΟΥΣ θηλ

Ärger <-s; χωρίς πλ> [ˈɛrgɐ] ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

ärger [ˈɛrgɐ] ΕΠΊΘ

ärger συγκρ von arg

Βλέπε και: arg

I . arg <ärger, ärgste> [ark] νοτιογερμ ΕΠΊΘ

2. arg προσδιορ οικ (groß):

grand(e) πρόθεμα

ιδιωτισμοί:

im Argen liegen τυπικ

II . arg <ärger, ärgste> [ark] νοτιογερμ ΕΠΊΡΡ

2. arg (sehr):

I . ärgern [ˈɛrgɐn] ΡΉΜΑ μεταβ

2. ärgern (mutwillig reizen, necken):

II . ärgern [ˈɛrgɐn] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

ιδιωτισμοί:

Bürger(in) <-s, -> [ˈbʏrgɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

citoyen(ne) αρσ (θηλ)

Würger(in) <-s, -> [ˈvʏrgɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

étrangleur(-euse) αρσ (θηλ)

Burger <-s, -> [ˈbœːɐ̯ɡɐ] ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ

hamburger αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina