I. sforzato [sforˈtsato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
sforzato → sforzare
II. sforzato [sforˈtsato] ΕΠΊΘ
I. sforzare [sforˈtsare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sforzare (sottoporre a uno sforzo):
3. sforzare (costringere):
II. sforzarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. sforzarsi (tentare):
2. sforzarsi (costringersi a):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.