στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. intimo [ˈintimo] ΕΠΊΘ
1. intimo:
2. intimo (relativo agli organi sessuali, alla sessualità):
3. intimo (tra familiari, amici stretti):
II. intimo (intima) [ˈintimo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. intimo (amico):
3. intimo:
στο λεξικό PONS
I. intimo1 [ˈin·ti·mo] ΕΠΊΘ
1. intimo μτφ (amico, amicizia):
2. intimo μτφ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.