στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
glieli [ˈʎeli] ΑΝΤΩΝ
1. glieli (riferito a complemento di termine singolare):
στο λεξικό PONS
gliela [ˈʎe:·la], gliele [ˈʎe:·le], glieli [ˈʎe:·li], glielo [ˈʎe:·lo], gliene [ˈʎe:·ne]
gliela = gli/le + la, le, li, lo, ne
I. ne [ne] ΑΝΤΩΝ
2. ne (di ciò):
4. ne:
II. le [le] ΑΝΤΩΝ πρόσ 3. πρόσ θηλ sing
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.