στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. animato [aniˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
animato → animare
II. animato [aniˈmato] ΕΠΊΘ
1. animato (vivente):
2. animato (vivace):
3. animato (movimentato):
4. animato (ispirato):
I. animare [aniˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. animare (rendere vivace):
2. animare (ispirare, stimolare):
II. animarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. animarsi (vivacizzarsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.