στο λεξικό PONS
Vor·la·ge <-, -n-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Vorlage kein πλ (das Vorlegen):
2. Vorlage ΤΈΧΝΗ (Zeichenvorlage):
- Vorlage
-
4. Vorlage ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Geldsumme):
4. Vorlage CH (Vorleger):
- Vorlage
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.