στο λεξικό PONS


ab·hän·gig ΕΠΊΘ
3. abhängig (süchtig):
4. abhängig ΓΛΩΣΣ (untergeordnet):
abhängig ΕΠΊΘ
- Arbeiter in einem abhängigen Beschäftigungsverhältnis
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Abhängiger ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ


-
- Abhängiger αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.