ärgs·te, ärgs·ter, ärgs·tes [ˈɛrkstə, -tɐ, -təs] ΕΠΊΘ
ärgste υπερθ: arg
- ärgste
-
I. arg <ärger, ärgste> [ark] ΕΠΊΘ bes. νοτιογερμ
1. arg (schlimm):
2. arg προσδιορ (groß):
I. arg <ärger, ärgste> [ark] ΕΠΊΘ bes. νοτιογερμ
1. arg (schlimm):
2. arg προσδιορ (groß):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.