στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
self-induced hypnosis [ˌselfɪnˌdjuːsthɪpˈnəʊsɪs, -ˌduː-] ΟΥΣ
self-hypnosis [βρετ ˌsɛlfhɪpˈnəʊsɪs] ΟΥΣ
-
- autoipnosi θηλ
self <πλ selves> [βρετ sɛlf, αμερικ sɛlf] ΟΥΣ
1. self:
I. induced [βρετ ɪnˈdjuːst] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
induced → induce
II. induced [βρετ ɪnˈdjuːst] ΕΠΊΘ
induce [βρετ ɪnˈdjuːs, αμερικ ɪnˈd(j)us] ΡΉΜΑ μεταβ
1. induce:
2. induce (bring about):
3. induce ΙΑΤΡ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.