στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
transportation [βρετ transpɔːˈteɪʃ(ə)n, trɑːnspɔːˈteɪʃ(ə)n, αμερικ ˌtræn(t)spərˈteɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. transportation αμερικ (means of travelling):
2. transportation (of passengers, goods):
3. transportation ΙΣΤΟΡΊΑ:
I. public [βρετ ˈpʌblɪk, αμερικ ˈpəblɪk] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
public transportation ΟΥΣ
transportation [ˌtrænts·pɚ:·ˈteɪ·ʃən] ΟΥΣ
1. transportation of people, goods:
2. transportation of a convict:
I. public [ˈpʌb·lɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.