στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pled [βρετ plɛd, αμερικ plɛd] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ αμερικ
pled → plead
I. plead <pass./p.pass. pleaded, pled αμερικ> [βρετ pliːd, αμερικ plid] ΡΉΜΑ μεταβ
1. plead (beg):
2. plead (argue):
II. plead <pass./p.pass. pleaded, pled αμερικ> [βρετ pliːd, αμερικ plid] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. plead (beg):
I. plead <pass./p.pass. pleaded, pled αμερικ> [βρετ pliːd, αμερικ plid] ΡΉΜΑ μεταβ
1. plead (beg):
2. plead (argue):
II. plead <pass./p.pass. pleaded, pled αμερικ> [βρετ pliːd, αμερικ plid] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. plead (beg):
- urgently plead
-
στο λεξικό PONS
pled [pled]
pled παρελθ, μετ παρακειμ of plead
I. plead <-ed [or pled], -ed [or pled]> [pli:d] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. plead (implore, beg):
II. plead <-ed [or pled], -ed [or pled]> [pli:d] ΡΉΜΑ μεταβ
1. plead ΝΟΜ:
2. plead (claim as pretext):
I. plead <-ed [or pled], -ed [or pled]> [pli:d] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. plead (implore, beg):
II. plead <-ed [or pled], -ed [or pled]> [pli:d] ΡΉΜΑ μεταβ
1. plead ΝΟΜ:
2. plead (claim as pretext):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.