I. calato [kaˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
calato → calare
I. calare1 [kaˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. calare (abbassare):
2. calare:
II. calare1 [kaˈlare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
1. calare (scendere):
2. calare (abbassarsi):
3. calare (diminuire):
5. calare (discendere):
6. calare (invadere):
III. calarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. calarsi (scendere):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.