Oxford Spanish Dictionary
I. wrought [αμερικ rɔt, βρετ rɔːt] παρελθ & παρελθ part work τυπικ or λογοτεχνικό
II. wrought [αμερικ rɔt, βρετ rɔːt] ΕΠΊΘ
- finely wrought
-
στο λεξικό PONS
I. wrought [rɔ:t, αμερικ rɑ:t] ΡΉΜΑ μεταβ
wrought pt, μετ παρακειμ of work , wreak
II. wrought [rɔ:t, αμερικ rɑ:t] ΕΠΊΘ τυπικ (crafted)
I. work [wɜ:k, αμερικ wɜ:rk] ΟΥΣ
1. work χωρίς πλ (useful activity):
ιδιωτισμοί:
II. work [wɜ:k, αμερικ wɜ:rk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. work (do job):
2. work (be busy):
6. work (have an effect):
9. work λογοτεχνικό sb's face:
III. work [wɜ:k, αμερικ wɜ:rk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. work (make sb work):
3. work (move back and forward):
4. work (bring about):
8. work (pay for by working):
I. wrought [rɔt] ΡΉΜΑ μεταβ
wrought pt, μετ παρακειμ of work III.4., 5., wreak
I. work [wɜrk] ΟΥΣ
1. work (useful activity):
ιδιωτισμοί:
II. work [wɜrk] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. work (do job):
2. work (be busy):
6. work (have an effect):
9. work λογοτεχνικό sb's face:
III. work [wɜrk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. work (make sb work):
3. work (move back and forward):
4. work (bring about):
8. work (pay for by working):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.