Oxford Spanish Dictionary
enemigo1 (enemiga) ΕΠΊΘ
ιδιωτισμοί:
enemigo2 (enemiga) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
2. enemigo (adversario):
- irreductible enemigo
-
- irreductible enemigo
-
στο λεξικό PONS
I. enemigo (-a) <enemicísimo> ΕΠΊΘ
I. enemigo (-a) <enemicísimo> [e·ne·ˈmi·ɣo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.