Oxford Spanish Dictionary
unyielding [αμερικ ˌənˈjildɪŋ, βρετ ʌnˈjiːldɪŋ] ΕΠΊΘ
- unyielding person
-
- unyielding opposition
-
- unyielding opposition
-
- unyielding insistence
-
στο λεξικό PONS
-
- unyielding
- obstinado (-a)
- unyielding
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.