Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unyielding [βρετ ʌnˈjiːldɪŋ, αμερικ ˌənˈjildɪŋ] ΕΠΊΘ
1. unyielding person, rule:
- unyielding
-
2. unyielding surface, barrier:
- unyielding
-
στο λεξικό PONS
unyielding [ʌnˈji:ldɪŋ] ΕΠΊΘ
1. unyielding (stubborn):
- inflexible sévérité, volonté, résistance
- unyielding
unyielding [ʌn·ˈjil·dɪŋ] ΕΠΊΘ
1. unyielding (stubborn):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.