Oxford Spanish Dictionary
abroad [αμερικ əˈbrɔd, βρετ əˈbrɔːd] ΕΠΊΡΡ
1. abroad (in other countries):
- abroad live/work
-
2.1. abroad (in the open):
στο λεξικό PONS
abroad [əˈbrɔ:d, αμερικ əˈbrɑ:d] ΕΠΊΡΡ
abroad [ə·ˈbrɔd] ΕΠΊΡΡ
-
- abroad
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.