στο λεξικό PONS
plas·tic ex·ˈplo·sive ΟΥΣ
I. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΕΠΊΘ
1. explosive (able to blow up):
2. explosive μτφ (very loud):
II. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΟΥΣ
1. explosive usu pl (substance):
2. explosive ΓΛΩΣΣ:
I. plas·tic [ˈplæstɪk] ΟΥΣ
1. plastic (material):
2. plastic (industry):
II. plas·tic [ˈplæstɪk] ΕΠΊΘ
2. plastic μειωτ:
plastic ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- plasterer
- plastering
- plaster of Paris
- plastic
- plastic arts
- plastic explosive
- plastic-free
- Plasticine
- plasticity
- plasticize
- plasticizer