στο λεξικό PONS
geo·graphi·cal [ˌʤi:ə(ʊ)ˈgræfɪkəl, αμερικ ˌʤi:əˈ-], geo·graph·ic [ˌʤi:ə(ʊ)ˈgræfɪk, αμερικ ˌʤi:əˈ-] ΕΠΊΘ
I. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΕΠΊΘ
1. physical (of the body):
2. physical (sexual):
3. physical αμετάβλ (material):
4. physical αμετάβλ (of physics):
II. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
re·gion [ˈri:ʤən] ΟΥΣ
1. region (geographical):
2. region (administrative):
3. region (of the body):
4. region (approximately):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
physical-geographical region
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- physical
- physical appearance
- physical asset
- physical attack
- physical capital
- physical-geographical region
- physical geography
- physical handicaps
- physicality
- physical layer
- physically