στο λεξικό PONS
over·ˈdue ΕΠΊΘ usu κατηγορ
1. overdue (late):
2. overdue (late according to biological cycle):
- overdue period, baby
-
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
overdue payments ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payments ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
overdue ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.