στο λεξικό PONS
over·draft fa·ˈcil·ity ΟΥΣ βρετ
fa·cil·ity [fəˈsɪlɪti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. facility no pl (ease):
2. facility (natural ability):
3. facility (extra feature):
4. facility ΧΡΗΜΑΤΟΠ (credit facility):
5. facility esp αμερικ (building):
6. facility (equipment and buildings):
7. facility (services):
I. ˈover·draft ΟΥΣ
II. ˈover·draft ΟΥΣ modifier
facility ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.