στο λεξικό PONS
area [ˈeəriə, αμερικ ˈeri-] ΟΥΣ
1. area (region):
2. area ΑΝΑΤ:
3. area ΕΜΠΌΡ:
4. area (subject field):
5. area (surface measure):
op·era·tion·al [ˌɒpərˈeɪʃənəl, αμερικ ˌɑ:pəˈreɪ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. operational (in business):
2. operational (functioning):
operational ΕΠΊΘ
operational ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
operational ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
operational area ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.