στο λεξικό PONS
op·era·tion·al [ˌɒpərˈeɪʃənəl, αμερικ ˌɑ:pəˈreɪ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. operational (in business):
2. operational (functioning):
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
operational ΕΠΊΘ
operational ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
operational income ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
operational ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
income ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.