στο λεξικό PONS
 
  
 loy·al·ty [ˈlɔɪəlti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. loyalty no pl:
ˈloy·al·ty card ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
ˈloy·alty point ΟΥΣ
brand ˈloy·al·ty ΟΥΣ
cus·tom·er ˈloy·al·ty ΟΥΣ
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 customer loyalty ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
customer loyalty index ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
