στο λεξικό PONS
I. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. society (all people):
3. society τυπικ (company):
4. society (organization):
II. so·ci·ety [səˈsaɪəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
society (ball):
I. in·dus·trial [ɪnˈdʌstriəl] ΕΠΊΘ
1. industrial:
2. industrial (for use in manufacturing):
3. industrial (having industry):
II. in·dus·trial [ɪnˈdʌstriəl] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- industrials pl
-
society ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
society ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Gesellschaft θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
industrial society [ɪnˌdʌstriəlsəˈsaɪəti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.