στο λεξικό PONS
I. equiva·lent [ɪˈkwɪvələnt] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. equiva·lent [ɪˈkwɪvələnt] ΟΥΣ
en·er·gy [ˈenəʤi, αμερικ ˈenɚ-] ΟΥΣ
1. energy no pl (vigour):
2. energy (totality of individual's power):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equivalent ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Gegenwert αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
energy, power supply
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
energy equivalent ΠΕΡΙΒ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.