στο λεξικό PONS
I. docu·men·tary [ˌdɒkjəˈmentəri, αμερικ ˌdɑ:kjəˈment̬ɚi] ΟΥΣ
II. docu·men·tary [ˌdɒkjəˈmentəri, αμερικ ˌdɑ:kjəˈment̬ɚi] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. documentary (factual):
2. documentary αμετάβλ (official):
ob·li·ga·tion [ˌɒblɪˈgeɪʃən, αμερικ ˈɑ:blə-] ΟΥΣ
1. obligation (act of being bound):
2. obligation (duty to pay a debt) ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:
3. obligation (bond) ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
documentary obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
obligation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- doctrine
- docu drama
- docudrama
- document
- documentary
- documentary obligation
- documentation
- document check
- document currency
- documented
- document of title