στο λεξικό PONS
ac·qui·si·tion [ˌækwɪˈzɪʃən] ΟΥΣ
1. acquisition (purchase):
2. acquisition no pl (acquiring):
3. acquisition ΟΙΚΟΝ (of firm):
- acquisition of customers
-
- acquisition of customers
-
- acquisition[or purchase] accounting αμερικ
-
- acquisition of new clients ΕΜΠΌΡ
-
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
acquisition currency ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
acquisition ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
acquisition ΟΥΣ handel
-
- Erwerb αρσ
acquisition ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Ankauf αρσ
acquisition ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Anschaffung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.