στο λεξικό PONS
ac·ces·sible [əkˈsesəbl̩] ΕΠΊΘ usu κατηγορ
1. accessible (reachable):
2. accessible (obtainable):
3. accessible (easy):
- accessible
-
4. accessible person:
- accessible
-
ˈwheel·chair-ac·ces·sible ΕΠΊΘ αμετάβλ
- wheelchair-accessible
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.