στο λεξικό PONS
ten·an·cy [ˈtenən(t)si] ΟΥΣ
1. tenancy:
ten·an·cy in com·mon <pl tenancies in common> ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tenancy ΟΥΣ ΑΚΊΝ
tenancy in common ΟΥΣ ΑΚΊΝ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
cash tenancy [ˈkæʃˌtenənsi]
-
- Pachtverhältnis (Pachtzahlungen)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.