στο λεξικό PONS
I. wi·der·ruf·lich [ˈvi:dɐru:flɪç] ΕΠΊΘ ΝΟΜ
- widerrufliches Akkreditiv
-
II. wi·der·ruf·lich [ˈvi:dɐru:flɪç] ΕΠΊΡΡ
- widerrufliches Pachtverhältnis
-
-
- widerrufliches Akkreditiv
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- widerrufliches Akkreditiv ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
-
- widerrufliches Akkreditiv ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- widerrufliches Pachtverhältnis
- widerrufliches Akkreditiv