στο λεξικό PONS
or·di·nance [ˈɔ:dɪnən(t)s, αμερικ ˈɔ:rdən-] ΟΥΣ
1. ordinance (law):
2. ordinance (rite):
- ordinance
-
ˈfee or·di·nance ΟΥΣ ΝΟΜ
- fee ordinance
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ordinance ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- ordinance
- Rechtsverordnung θηλ
fee ordinance ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- fee ordinance
-
foreign trade and payments ordinance ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
German ordinance regulating the indication of prices ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.