I. lib·er·al [ˈlɪbərəl] ΕΠΊΘ
1. liberal (tolerant):
2. liberal (progressive):
3. liberal ΟΙΚΟΝ:
- liberal
- liberal
4. liberal (generous):
I. lib·er·al ˈarts esp αμερικ ΟΥΣ
I. Lib·er·al ˈDemo·crat βρετ ΟΥΣ
II. Lib·er·al ˈDemo·crat βρετ ΕΠΊΘ
- Liberal Democrat
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.