Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
loosely [βρετ ˈluːsli, αμερικ ˈlusli] ΕΠΊΡΡ
1. loosely κυριολ:
2. loosely μτφ:
3. loosely (imprecisely) μτφ:
- loosely describe, interpret, translate, render, associate
-
- loosely identify, refer
-
στο λεξικό PONS
loosely ΕΠΊΡΡ
2. loosely (not tightly):
3. loosely (not exactly):
- loosely
-
loosely ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.