Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
general practitioner, GP ΟΥΣ
I. general [βρετ ˈdʒɛn(ə)r(ə)l, αμερικ ˈdʒɛn(ə)rəl] ΟΥΣ
II. general [βρετ ˈdʒɛn(ə)r(ə)l, αμερικ ˈdʒɛn(ə)rəl] ΕΠΊΘ
1. general (widespread):
2. general (overall):
3. general (rough, usually applying):
4. general (not detailed or specific):
5. general (not specialized):
6. general (miscellaneous):
III. in general ΕΠΊΡΡ
1. in general (usually or non-specifically):
στο λεξικό PONS
general practitioner ΟΥΣ βρετ, αυστραλ, καναδ
practitioner [prækˈtɪʃənəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ τυπικ
general practitioner ΟΥΣ
practitioner [præk·ˈtɪʃ· ə n·ər] ΟΥΣ τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.