Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
behaviour βρετ, behavior αμερικ [βρετ bɪˈheɪvjə, αμερικ bəˈheɪvjər] ΟΥΣ
1. behaviour (of person, group, animal):
2. behaviour (of substance, chemical):
behaviour therapy ΟΥΣ
antisocial behaviour ΟΥΣ U
disorderly behaviour, disorderly conduct ΟΥΣ ΝΟΜ
- unmannerly behaviour
-
- ceremonious behaviour
-
στο λεξικό PONS
-
- behavior
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.